- χαμοσόριον
- τὸ, Μ [χαμόσορις]χαμηλός τάφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμοσορίου — χαμοσόριον flat tomb neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμόσορις — όρεως, ἡ, Μ χαμοσόριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + συνδετικό φωνήεν ο + σορός, κατά τα θηλ. σε ις, εως] … Dictionary of Greek